- βρεφοκομώ
- -ησα, ανατρέφω, περιποιούμαι βρέφη: Βρεφοκομήθηκε από μια θεία του επειδή πέθανε η μητέρα του στον τοκετό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρεφοκομώ — ( έω) (Μ βρεφοκομῶ) περιποιούμαι, ανατρέφω βρέφη … Dictionary of Greek
βρεφοκομῶ — βρεφοκομέω nurse children pres subj act 1st sg (attic epic doric) βρεφοκομέω nurse children pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφοτροφώ — βρεφοτροφῶ ( έω) (Μ) [βρεφοτρόφος] βρεφοκομώ … Dictionary of Greek